αλίβαδος

αλίβαδος
-η, -ο [λιβάδι]
1. αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει τη νομή λιβαδιού για ξεχειμώνιασμα τών ζώων του
2. (για ζώα) αυτός που δεν διαχείμασε σε λιβάδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”